- ὑπερεχύθη
- ὑπέρ-χέωdiffuse completelyaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερχέω — ΜΑ [χέω] 1. κατακλύζω («τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.) 2. (το παθ.) ὑπερχέομαι α) υπερχειλίζω, πλημμυρίζω (α. «ὑπερχεῑται ὁ ποταμός», Πλούτ. β. «οἶνος ὑπὲρ τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.) β) διασκορπίζομαι (α. «τρίχες τῶν ἀκρωμίδων… … Dictionary of Greek